φυγόκεντρος δύναμη

φυγόκεντρος δύναμη
Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η καμπύλωση της τροχιάς του πρέπει να εφαρμοστεί στο σώμα μια δύναμη (κεντρομόλος δύναμη) με μορφή π.χ. ενέργειας ενός συνδέσμου. Η κεντρομόλος αυτή δύναμη ισορροπείται από μια δύναμη αδράνειας, η οποία στην περίπτωση αυτή καλείται φ.δ. και αποτελεί την αντίδραση της μάζας του σώματος στη δύναμη που τείνει να καμπυλώσει την τροχιά της κίνησής του. Σε μια κυκλική τροχιά ακτίνας r η φ.δ. έχει ένταση ίση με  (όπου m είναι η μάζα του σώματος, v η ταχύτητά του και r η ακτίνα της τροχιάς). Σε ένα σύστημα αναφοράς, συνδεδεμένο με το σώμα, η φ.δ. εμφανίζεται ως μια περίπτωση φαινομενικών δυνάμεων. Η αμεσότερη ίσως εμπειρία σχετικά με τη φ.δ. είναι αυτή κατά την οποία ένας επιβάτης τινάζεται προς τα έξω, όταν το όχημα στο οποίο βρίσκεται διαγράφει μια καμπύλη τροχιά. Ανάλογα, αν περιστρέψουμε από κάτω προς τα πάνω, με αρκετά γρήγορη κίνηση, έναν κάδο με νερό, θα πρατηρήσουμε ότι το νερό δεν χύνεται. ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ Α– Η φυγόκεντρος δύναμη ωθεί το αυτοκίνητο στη στροφή προς τα έξω, αλλά η κλίση της στροφής μπορεί να εξουδετερώσει αυτό το φαινόμενο: 1) δύναμη βάρους? 2) φυγόκεντρος δύναμη? 3) συνιστώσα της δύναμης βάρους παράλληλη με το επίπεδο της στροφής? 4) συνιστώσα φυγόκεντρης δύναμης παράλληλη με το επίπεδο της στροφής. Για να μην παρουσιαστούν ολισθήσεις, η προβολή της δύναμης βάρους κατά μήκος του επίπεδου του δρόμου πρέπει να είναι ίση με την προβολή της φυγοκεντρικής επιτάχυνσης κατά μήκος του ίδιου επίπεδου. Β– Ο μοτοσικλετιστής που διαγράφει τον λεγόμενο «κύκλο του θανάτου» παραμένει προσκολλημένος σε αυτόν, ακόμα και όταν βρεθεί με το κεφάλι προς τα κάτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φυγόκεντρος — η, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που τείνει να απομακρυνθεί από το κέντρο 2. φυγοκεντρικός 3. φρ. «φυγόκεντρη δύναμη» φυσ. φυσικό μέγεθος αναφερόμενο σε ένα σώμα κινούμενο σε κυκλική τροχιά, υποθετική δύναμη που έχει το ίδιο μέγεθος και την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • φυγόκεντρος — η, ο 1. αυτός που φεύγει από το κέντρο προς την περιφέρεια, αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από το κέντρο, ο κεντρόφυγος: Φυγόκεντρη δύναμη. 2. ο φυγοκεντρικός: Φυγόκεντρος ρυθμιστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… …   Dictionary of Greek

  • απόχυση — Μέθοδος που γίνεται σε υγρό κατασταλαγμένο, δηλαδή που έχει αυθόρμητα διαχωριστεί από ένα στερεό με την επίδραση της βαρύτητας. Αν σε ένα υγρό βρίσκονται στερεά σωματίδια σε αισθητές ποσότητες σαν αιώρημα σε ηρεμία, πρώτα διαχωρίζονται τα… …   Dictionary of Greek

  • φυγοκεντρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φυγόκεντρη δύναμη ή εκμεταλλεύεται τη φυγόκεντρη δύναμη («φυγοκεντρικό πεδίο») 2. φρ. α) «φυγοκεντρική στροβιλομηχανή» (μηχανολ.) κάθε στροβιλομηχανή, λ.χ. στρόβιλος, συμπιεστής ή αντλία, στην οποία η …   Dictionary of Greek

  • κεντρόφυγος — η, ο (φυσ.), που έχει την τάση να απομακρυνθεί από το κέντρο, φυγόκεντρος: Κεντρόφυγη δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”